- σίμβλον
- τὸ, Αβλ. σίμβλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίμβλον — σίμβλος beehive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίμβλος — ὁ, και σίμβλον, τὸ, Α 1. η κυψέλη, το κοφίνι τού μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», Ησίοδ. β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου τότε ἐξαιρετέον τὸν κηρόν», Αριστοτ.) 2. φρ. «σίμβλος χρημάτων» μτφ. χρηματικά αποθέματα, κομπόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ … Dictionary of Greek
ύρους — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «σίμβλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ὕρον*] … Dictionary of Greek
ՄԵՂՈՒԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 2 0249 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 14c գ. ψέλη, σίμβλον alveare, alvear, alveus. որ եւ ՄԵՂՈՒՈՑ. Մեղուաբոյն. փեթակ. պան. բճիճ, մաղ մեղուաց. *Մեղուաց զդուրս մեղուանոցացն յառաջ քան զցուրտն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԵՂՈՒՈՑ — (ի, աց.) NBH 2 0249 Chronological Sequence: 5c, 7c, 12c Տ. ՄԵՂՈՒԱՆՈՑ. Ըստ կրկին նշ. σίμβλον alvear. μελισσών apiarium. *Գործասէր մեղու ʼի մեղուոցացն ʼի բաց ելանէ: Եւ մեք քրիստոսի մեղուոցքս զայնպիսի առեալ զիմաստութեան եւ զաշխատասիրութեան օրինակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)